εργοδοσία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η εργοδοσία οι εργοδοσίες
      γενική της εργοδοσίας των εργοδοσιών
    αιτιατική την εργοδοσία τις εργοδοσίες
     κλητική εργοδοσία εργοδοσίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

εργοδοσία < ελληνιστική κοινή ἐργοδοσία αρχαία ελληνική ἐργοδότης < ἔργον + δίδωμι

Ουσιαστικό

εργοδοσία θηλυκό

  1. οι εργοδότες ως σύνολο
  2. (συνεκδοχικά) ο εργοδότης

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.