εργοδότηση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | εργοδότηση | οι | εργοδοτήσεις |
| γενική | της | εργοδότησης* | των | εργοδοτήσεων |
| αιτιατική | την | εργοδότηση | τις | εργοδοτήσεις |
| κλητική | εργοδότηση | εργοδοτήσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, εργοδοτήσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.