εργατισμός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο εργατισμός οι εργατισμοί
      γενική του εργατισμού των εργατισμών
    αιτιατική τον εργατισμό τους εργατισμούς
     κλητική εργατισμέ εργατισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

εργατισμός < εργάτης + -ο- + -ισμός ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική travaillisme)

Ουσιαστικό

εργατισμός αρσενικό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.