εργατοκρατία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | εργατοκρατία | οι | εργατοκρατίες |
| γενική | της | εργατοκρατίας | των | εργατοκρατιών |
| αιτιατική | την | εργατοκρατία | τις | εργατοκρατίες |
| κλητική | εργατοκρατία | εργατοκρατίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
εργατοκρατία θηλυκό
Μεταφράσεις
εργατοκρατία
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.