επούλωση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η επούλωση οι επουλώσεις
      γενική της επούλωσης* των επουλώσεων
    αιτιατική την επούλωση τις επουλώσεις
     κλητική επούλωση επουλώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, επουλώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επούλωση < αρχαία ελληνική ἐπούλωσις

Ουσιαστικό

επούλωση θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.