επουλώσεις
Νέα ελληνικά (el)
Ρηματικός τύπος
επουλώσεις
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
επουλώσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του επούλωση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.