εποχιακότητα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | εποχιακότητα | οι | εποχιακότητες |
| γενική | της | εποχιακότητας | των | εποχιακοτήτων |
| αιτιατική | την | εποχιακότητα | τις | εποχιακότητες |
| κλητική | εποχιακότητα | εποχιακότητες | ||
| Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Μεταφράσεις
εποχιακότητα
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.