εποχιακά

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

εποχιακά < εποχιακ(ός) +

Επίρρημα

εποχιακά

  • με εποχιακό τρόπο, σε συγκεκριμένη χρονική περίοδο

Μεταφράσεις

Κλιτικός τύπος επιθέτου

εποχιακά

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.