επιχειρησιακός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | επιχειρησιακός | η | επιχειρησιακή | το | επιχειρησιακό |
| γενική | του | επιχειρησιακού | της | επιχειρησιακής | του | επιχειρησιακού |
| αιτιατική | τον | επιχειρησιακό | την | επιχειρησιακή | το | επιχειρησιακό |
| κλητική | επιχειρησιακέ | επιχειρησιακή | επιχειρησιακό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | επιχειρησιακοί | οι | επιχειρησιακές | τα | επιχειρησιακά |
| γενική | των | επιχειρησιακών | των | επιχειρησιακών | των | επιχειρησιακών |
| αιτιατική | τους | επιχειρησιακούς | τις | επιχειρησιακές | τα | επιχειρησιακά |
| κλητική | επιχειρησιακοί | επιχειρησιακές | επιχειρησιακά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- επιχειρησιακός < επιχείρηση + -ιακός
Επίθετο
επιχειρησιακός, -ή, -ό
- σχετικός με τις εμπορικές επιχειρήσεις, τη δράση και οργάνωσή τους
- σεμινάριο για τον επιχειρησιακό σχεδιασμό και την ανάπτυξη
- σχετικός με τις στρατιωτικές επιχειρήσεις
- αυτή τη στιγμή είναι σε επιχειρησιακή ετοιμότητα όλα τα υποβρύχια
Μεταφράσεις
επιχειρησιακός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.