επιφόρτωση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | επιφόρτωση | οι | επιφορτώσεις |
| γενική | της | επιφόρτωσης* | των | επιφορτώσεων |
| αιτιατική | την | επιφόρτωση | τις | επιφορτώσεις |
| κλητική | επιφόρτωση | επιφορτώσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, επιφορτώσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
επιφόρτωση θηλυκό
- (πληροφορική, διαδίκτυο) uploading: η διαδικασία αποστολής ενός αρχείου από έναν υπολογιστή στο διαδίκτυο
- Στην εργαλειοθήκη του Βικιλεξικού, υπάρχει η επιλογή επιφόρτωσης αρχείου.
Συγγενικά
- επιφορτώνω
Συνώνυμα
Αντώνυμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.