permittivity

Αγγλικά (en)

Ουσιαστικό
permittivity
- διαπερατότητα
- ανηγμένη διαπερατότητα
- η ικανότητα ουσίας να αποθηκεύει ηλεκτρική ενέργεια σε ηλεκτρικό πεδίο
- επιτρεπτότητα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.