permittivity

Αγγλικά (en)

Ουσιαστικό

permittivity

  1. διαπερατότητα
    • ανηγμένη διαπερατότητα
    • η ικανότητα ουσίας να αποθηκεύει ηλεκτρική ενέργεια σε ηλεκτρικό πεδίο
  2. επιτρεπτότητα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.