επιτευκτός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | επιτευκτός | η | επιτευκτή | το | επιτευκτό |
| γενική | του | επιτευκτού | της | επιτευκτής | του | επιτευκτού |
| αιτιατική | τον | επιτευκτό | την | επιτευκτή | το | επιτευκτό |
| κλητική | επιτευκτέ | επιτευκτή | επιτευκτό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | επιτευκτοί | οι | επιτευκτές | τα | επιτευκτά |
| γενική | των | επιτευκτών | των | επιτευκτών | των | επιτευκτών |
| αιτιατική | τους | επιτευκτούς | τις | επιτευκτές | τα | επιτευκτά |
| κλητική | επιτευκτοί | επιτευκτές | επιτευκτά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- επιτευκτός < επιτυγχάνω + -τός < αρχαία ελληνική ἐπιτυγχάνω < τυγχάνω
Συνώνυμα
Αντώνυμα
Μεταφράσεις
επιτευκτός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.