κατορθωτός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | κατορθωτός | η | κατορθωτή | το | κατορθωτό |
| γενική | του | κατορθωτού | της | κατορθωτής | του | κατορθωτού |
| αιτιατική | τον | κατορθωτό | την | κατορθωτή | το | κατορθωτό |
| κλητική | κατορθωτέ | κατορθωτή | κατορθωτό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | κατορθωτοί | οι | κατορθωτές | τα | κατορθωτά |
| γενική | των | κατορθωτών | των | κατορθωτών | των | κατορθωτών |
| αιτιατική | τους | κατορθωτούς | τις | κατορθωτές | τα | κατορθωτά |
| κλητική | κατορθωτοί | κατορθωτές | κατορθωτά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Αντώνυμα
Μεταφράσεις
κατορθωτός
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.