επισεσυρμένη
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | επισεσυρμένη | οι | επισεσυρμένες |
| γενική | της | επισεσυρμένης | των | επισεσυρμένων |
| αιτιατική | την | επισεσυρμένη | τις | επισεσυρμένες |
| κλητική | επισεσυρμένη | επισεσυρμένες | ||
| Κατηγορία όπως «ερωμένη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

Δείγμα επισεσυρμένης γραφής.
Ετυμολογία
- επισεσυρμένη < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐπισεσυρμένη (εννοείται: γραφή), θηλυκό του ἐπισεσυρμένος, μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος ἐπισύρω (παραμελημένος, απρόσεκτος, γραμμένος αμελώς)[1] < ἐπί + σύρω
Ουσιαστικό
επισεσυρμένη θηλυκό
- (γραφές, παλαιογραφία) είδος γραφής χειρογράφων, στην οποία το χέρι του γραφέα συρόταν στο χαρτί και σηκωνόταν αραιά και πού από το χειρόγραφο κατά την διαδικασία της γραφής
- στρογγυλόσχημη γραφή
-
επισεσυρμένη γραφή στη Βικιπαίδεια

-
cursive στην αγγλική Βικιπαίδεια

Αναφορές
- «ἐπισύρω» - ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.