επισεσυρμένη

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η επισεσυρμένη οι επισεσυρμένες
      γενική της επισεσυρμένης των επισεσυρμένων
    αιτιατική την επισεσυρμένη τις επισεσυρμένες
     κλητική επισεσυρμένη επισεσυρμένες
Κατηγορία όπως «ερωμένη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Δείγμα επισεσυρμένης γραφής.

Ετυμολογία

επισεσυρμένη < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐπισεσυρμένη (εννοείται: γραφή), θηλυκό του ἐπισεσυρμένος, μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος ἐπισύρω (παραμελημένος, απρόσεκτος, γραμμένος αμελώς)[1] < ἐπί + σύρω

Ουσιαστικό

επισεσυρμένη θηλυκό

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. «ἐπισύρω» - Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.