επιπλώνω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- επιπλώνω < έπιπλο + -ώνω ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική ameubler)
Συνώνυμα
Συγγενικά
- ανεπίπλωτος
- επιπλωμένος
- επίπλωση
- → δείτε τη λέξη έπιπλο
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | επιπλώνω | επίπλωνα | θα επιπλώνω | να επιπλώνω | επιπλώνοντας | |
| β' ενικ. | επιπλώνεις | επίπλωνες | θα επιπλώνεις | να επιπλώνεις | επίπλωνε | |
| γ' ενικ. | επιπλώνει | επίπλωνε | θα επιπλώνει | να επιπλώνει | ||
| α' πληθ. | επιπλώνουμε | επιπλώναμε | θα επιπλώνουμε | να επιπλώνουμε | ||
| β' πληθ. | επιπλώνετε | επιπλώνατε | θα επιπλώνετε | να επιπλώνετε | επιπλώνετε | |
| γ' πληθ. | επιπλώνουν(ε) | επίπλωναν επιπλώναν(ε) |
θα επιπλώνουν(ε) | να επιπλώνουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | επίπλωσα | θα επιπλώσω | να επιπλώσω | επιπλώσει | ||
| β' ενικ. | επίπλωσες | θα επιπλώσεις | να επιπλώσεις | επίπλωσε | ||
| γ' ενικ. | επίπλωσε | θα επιπλώσει | να επιπλώσει | |||
| α' πληθ. | επιπλώσαμε | θα επιπλώσουμε | να επιπλώσουμε | |||
| β' πληθ. | επιπλώσατε | θα επιπλώσετε | να επιπλώσετε | επιπλώστε | ||
| γ' πληθ. | επίπλωσαν επιπλώσαν(ε) |
θα επιπλώσουν(ε) | να επιπλώσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω επιπλώσει | είχα επιπλώσει | θα έχω επιπλώσει | να έχω επιπλώσει | ||
| β' ενικ. | έχεις επιπλώσει | είχες επιπλώσει | θα έχεις επιπλώσει | να έχεις επιπλώσει | ||
| γ' ενικ. | έχει επιπλώσει | είχε επιπλώσει | θα έχει επιπλώσει | να έχει επιπλώσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε επιπλώσει | είχαμε επιπλώσει | θα έχουμε επιπλώσει | να έχουμε επιπλώσει | ||
| β' πληθ. | έχετε επιπλώσει | είχατε επιπλώσει | θα έχετε επιπλώσει | να έχετε επιπλώσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν επιπλώσει | είχαν επιπλώσει | θα έχουν επιπλώσει | να έχουν επιπλώσει |
| |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.