επιμύθιο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | επιμύθιο | τα | επιμύθια |
| γενική | του | επιμυθίου & επιμύθιου |
των | επιμυθίων |
| αιτιατική | το | επιμύθιο | τα | επιμύθια |
| κλητική | επιμύθιο | επιμύθια | ||
| Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- επιμύθιο < ελληνιστική κοινή ἐπιμύθιον < αρχαία ελληνική ἐπί + μῦθος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.