επιλεγόμενος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | επιλεγόμενος | η | επιλεγόμενη | το | επιλεγόμενο |
| γενική | του | επιλεγόμενου | της | επιλεγόμενης | του | επιλεγόμενου |
| αιτιατική | τον | επιλεγόμενο | την | επιλεγόμενη | το | επιλεγόμενο |
| κλητική | επιλεγόμενε | επιλεγόμενη | επιλεγόμενο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | επιλεγόμενοι | οι | επιλεγόμενες | τα | επιλεγόμενα |
| γενική | των | επιλεγόμενων | των | επιλεγόμενων | των | επιλεγόμενων |
| αιτιατική | τους | επιλεγόμενους | τις | επιλεγόμενες | τα | επιλεγόμενα |
| κλητική | επιλεγόμενοι | επιλεγόμενες | επιλεγόμενα | |||
| ομάδα 'εισαγόμενος', Κατηγορία όπως «εισαγόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- επιλεγόμενος < μετοχή ενεστώτα του επιλέγομαι
Μετοχή
επιλεγόμενος αρσενικό
- που τον επιλέγουν, που επιλέγεται
- όσοι φοιτητές δεν αλλάζουν επιλεγόμενα μαθήματα δεν χρειάζεται να κάνουν δήλωση
- που έχει και δεύτερο όνομα ή δεύτερη ονομασία
- ο ναός της Κοιμήσεως, ο επιλεγόμενος και "των Ψαριανών"
- στον θρόνο ανέβηκε ο Λέων ΣΤ', ο επιλεγόμενος Σοφός
Μεταφράσεις
επιλεγόμενος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.