επικυρίαρχος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο επικυρίαρχος η επικυρίαρχη το επικυρίαρχο
      γενική του επικυρίαρχου της επικυρίαρχης του επικυρίαρχου
    αιτιατική τον επικυρίαρχο την επικυρίαρχη το επικυρίαρχο
     κλητική επικυρίαρχε επικυρίαρχη επικυρίαρχο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι επικυρίαρχοι οι επικυρίαρχες τα επικυρίαρχα
      γενική των επικυρίαρχων των επικυρίαρχων των επικυρίαρχων
    αιτιατική τους επικυρίαρχους τις επικυρίαρχες τα επικυρίαρχα
     κλητική επικυρίαρχοι επικυρίαρχες επικυρίαρχα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

επικυρίαρχος < επι- + κυρίαρχος ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική suzerain)

Επίθετο

επικυρίαρχος

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.