suzerain
Γαλλικά (fr)
Επίθετο
| γένος | ενικός | πληθυντικός |
|---|---|---|
| αρσενικό | suzerain | suzerains |
| θηλυκό | suzeraine | suzeraines |
suzerain (fr)
- (ιστορία) (στην φεουδαρχία) επικυριαρχικός
Επίθετο
| γένος | ενικός | πληθυντικός |
|---|---|---|
| αρσενικό | suzerain | suzerains |
| θηλυκό | suzeraine | suzeraines |
suzerain (fr)
- (Γαλλία) σχετικός με την κοινότητα La Suze-sur-Sarthe του νομού Sarthe
Ουσιαστικό
| γένος | ενικός | πληθυντικός |
|---|---|---|
| αρσενικό | suzerain | suzerains |
| θηλυκό | suzeraine | suzeraines |
suzerain (fr)
- (ιστορία) επικυρίαρχο κράτος ή ηγεμόνας που αναγνωρίζει μερική αυτονομία σε υποπολιτεία του (η αυτονομία τότε συχνά ήταν πιο περιορισμένη)
- (ιστορία) (στην φεουδαρχία) επικυρίαρχος ηγεμόνας
-
suzerain στη γαλλική Βικιπαίδεια

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.