επικράτεια

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η επικράτεια οι επικράτειες
      γενική της επικράτειας
& επικρατείας
των επικρατειών
    αιτιατική την επικράτεια τις επικράτειες
     κλητική επικράτεια επικράτειες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επικράτεια < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐπικράτεια ((σημασιολογικό δάνειο) γαλλική ) [1]

Ουσιαστικό

επικράτεια θηλυκό

  1. (νομικός όρος) η γεωγραφική περιοχή όπου ασκεί την εξουσία του κι έχει αρμοδιότητες ένα κράτος
  2. (βιολογία, ταξινομία) η ανώτατη ταξινομική βαθμίδα για τα έμβια όντα. Την ακολουθεί το βασίλειο.

Πολυλεκτικοί όροι

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.