επικρατέστερος
Νέα ελληνικά (el)
| χωρίς άρθρο, συγκριτικός βαθμός με το άρθρο, σχετικός υπερθετικός βαθμός | ||||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | επικρατέστερος | η | επικρατέστερη | το | επικρατέστερο |
| γενική | του | επικρατέστερου | της | επικρατέστερης | του | επικρατέστερου |
| αιτιατική | τον | επικρατέστερο | την | επικρατέστερη | το | επικρατέστερο |
| κλητική | επικρατέστερε | επικρατέστερη | επικρατέστερο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | επικρατέστεροι | οι | επικρατέστερες | τα | επικρατέστερα |
| γενική | των | επικρατέστερων | των | επικρατέστερων | των | επικρατέστερων |
| αιτιατική | τους | επικρατέστερους | τις | επικρατέστερες | τα | επικρατέστερα |
| κλητική | επικρατέστεροι | επικρατέστερες | επικρατέστερα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- επικρατέστερος < αρχαία ελληνική ἐπικρατέστερος, συγκριτικός βαθμός του ἐπικρατής
Επίθετο
επικρατέστερος
- που επικρατεί, είναι καλύτερος σε σύγκριση ή αναμέτρηση με άλλον ή με κάτι άλλο
- συνηθέστερος
Μεταφράσεις
επικρατέστερος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.