συμπληρωματικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο συμπληρωματικός η συμπληρωματική το συμπληρωματικό
      γενική του συμπληρωματικού της συμπληρωματικής του συμπληρωματικού
    αιτιατική τον συμπληρωματικό τη συμπληρωματική το συμπληρωματικό
     κλητική συμπληρωματικέ συμπληρωματική συμπληρωματικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι συμπληρωματικοί οι συμπληρωματικές τα συμπληρωματικά
      γενική των συμπληρωματικών των συμπληρωματικών των συμπληρωματικών
    αιτιατική τους συμπληρωματικούς τις συμπληρωματικές τα συμπληρωματικά
     κλητική συμπληρωματικοί συμπληρωματικές συμπληρωματικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

συμπληρωματικός < συμπλήρωμα (γενική συμπληρώματ-ος) + -ικός

Επίθετο

συμπληρωματικός, -ή, -ό

  1. που συμπληρώνει κάτι άλλο
    θα απαιτηθούν συμπληρωματικές εξηγήσεις πριν προχωρήσουμε τη δουλειά
  2. (γεωμετρία) για γωνίες που έχουν άθροισμα 90 μοίρες

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.