συμπληρωματικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | συμπληρωματικός | η | συμπληρωματική | το | συμπληρωματικό |
| γενική | του | συμπληρωματικού | της | συμπληρωματικής | του | συμπληρωματικού |
| αιτιατική | τον | συμπληρωματικό | τη | συμπληρωματική | το | συμπληρωματικό |
| κλητική | συμπληρωματικέ | συμπληρωματική | συμπληρωματικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | συμπληρωματικοί | οι | συμπληρωματικές | τα | συμπληρωματικά |
| γενική | των | συμπληρωματικών | των | συμπληρωματικών | των | συμπληρωματικών |
| αιτιατική | τους | συμπληρωματικούς | τις | συμπληρωματικές | τα | συμπληρωματικά |
| κλητική | συμπληρωματικοί | συμπληρωματικές | συμπληρωματικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- συμπληρωματικός < συμπλήρωμα (γενική συμπληρώματ-ος) + -ικός
Επίθετο
συμπληρωματικός, -ή, -ό
- που συμπληρώνει κάτι άλλο
- θα απαιτηθούν συμπληρωματικές εξηγήσεις πριν προχωρήσουμε τη δουλειά
- (γεωμετρία) για γωνίες που έχουν άθροισμα 90 μοίρες
Συγγενικά
Μεταφράσεις
που συμπληρώνει κάτι άλλο
γεωμετρία
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.