επικόλλημα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το επικόλλημα τα επικολλήματα
      γενική του επικολλήματος των επικολλημάτων
    αιτιατική το επικόλλημα τα επικολλήματα
     κλητική επικόλλημα επικολλήματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επικόλλημα < ελληνιστική κοινή ἐπικόλλημα

Ουσιαστικό

επικόλλημα ουδέτερο

  1. ό,τι κολλιέται πάνω σε κάτι άλλο
  2. (ειδικότερα) (σπάνιο) καπλαμάς

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.