επικολλητικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο επικολλητικός η επικολλητική το επικολλητικό
      γενική του επικολλητικού της επικολλητικής του επικολλητικού
    αιτιατική τον επικολλητικό την επικολλητική το επικολλητικό
     κλητική επικολλητικέ επικολλητική επικολλητικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι επικολλητικοί οι επικολλητικές τα επικολλητικά
      γενική των επικολλητικών των επικολλητικών των επικολλητικών
    αιτιατική τους επικολλητικούς τις επικολλητικές τα επικολλητικά
     κλητική επικολλητικοί επικολλητικές επικολλητικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

επικολλητικός < επικολλώ + -τικός

Επίθετο

επικολλητικός

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.