χαρτεπικόλληση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | χαρτεπικόλληση | οι | χαρτεπικολλήσεις |
| γενική | της | χαρτεπικόλλησης* | των | χαρτεπικολλήσεων |
| αιτιατική | τη | χαρτεπικόλληση | τις | χαρτεπικολλήσεις |
| κλητική | χαρτεπικόλληση | χαρτεπικολλήσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, χαρτεπικολλήσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- χαρτεπικόλληση < χαρτί + επικόλληση
Μεταφράσεις
χαρτεπικόλληση
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.