επιδημητικό
Νέα ελληνικά (el)
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επιδημητικό
- αιτιατική ενικού του επιδημητικός
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του επιδημητικός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.