ἐπιδημητικός
Αρχαία ελληνικά (grc)
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | ἐπιδημητικός | ἡ | ἐπιδημητική | τὸ | ἐπιδημητικόν |
| γενική | τοῦ | ἐπιδημητικοῦ | τῆς | ἐπιδημητικῆς | τοῦ | ἐπιδημητικοῦ |
| δοτική | τῷ | ἐπιδημητικῷ | τῇ | ἐπιδημητικῇ | τῷ | ἐπιδημητικῷ |
| αιτιατική | τὸν | ἐπιδημητικόν | τὴν | ἐπιδημητικήν | τὸ | ἐπιδημητικόν |
| κλητική ὦ! | ἐπιδημητικέ | ἐπιδημητική | ἐπιδημητικόν | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ | ἐπιδημητικοί | αἱ | ἐπιδημητικαί | τὰ | ἐπιδημητικᾰ́ |
| γενική | τῶν | ἐπιδημητικῶν | τῶν | ἐπιδημητικῶν | τῶν | ἐπιδημητικῶν |
| δοτική | τοῖς | ἐπιδημητικοῖς | ταῖς | ἐπιδημητικαῖς | τοῖς | ἐπιδημητικοῖς |
| αιτιατική | τοὺς | ἐπιδημητικούς | τὰς | ἐπιδημητικᾱ́ς | τὰ | ἐπιδημητικᾰ́ |
| κλητική ὦ! | ἐπιδημητικοί | ἐπιδημητικαί | ἐπιδημητικᾰ́ | |||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἐπιδημητικώ | τὼ | ἐπιδημητικᾱ́ | τὼ | ἐπιδημητικώ |
| γεν-δοτ | τοῖν | ἐπιδημητικοῖν | τοῖν | ἐπιδημητικαῖν | τοῖν | ἐπιδημητικοῖν |
| 2η&1η κλίση, Κατηγορία 'καλός' όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Αντώνυμα
- ἐκτοπιστικός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.