επιδιώξεις

Νέα ελληνικά (el)

Ρηματικός τύπος

επιδιώξεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος επιδιώκω
  2. θα επιδιώξεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος επιδιώκω

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

επιδιώξεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του επιδίωξη
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.