επιβιβασμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | επιβιβασμένος | η | επιβιβασμένη | το | επιβιβασμένο |
| γενική | του | επιβιβασμένου | της | επιβιβασμένης | του | επιβιβασμένου |
| αιτιατική | τον | επιβιβασμένο | την | επιβιβασμένη | το | επιβιβασμένο |
| κλητική | επιβιβασμένε | επιβιβασμένη | επιβιβασμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | επιβιβασμένοι | οι | επιβιβασμένες | τα | επιβιβασμένα |
| γενική | των | επιβιβασμένων | των | επιβιβασμένων | των | επιβιβασμένων |
| αιτιατική | τους | επιβιβασμένους | τις | επιβιβασμένες | τα | επιβιβασμένα |
| κλητική | επιβιβασμένοι | επιβιβασμένες | επιβιβασμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- επιβιβασμένος: μετοχή παθητικού παρακειμένου επιβιβάζω
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη επιβιβάζω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.