επαλήθευση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η επαλήθευση οι επαληθεύσεις
      γενική της επαλήθευσης* των επαληθεύσεων
    αιτιατική την επαλήθευση τις επαληθεύσεις
     κλητική επαλήθευση επαληθεύσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, επαληθεύσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επαλήθευση < επαληθεύω + -ση ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική vérification)

Ουσιαστικό

επαλήθευση θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.