επιβάλλον
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | επιβάλλον | ||
| γενική | του | επιβάλλοντος | ||
| αιτιατική | το | επιβάλλον | ||
| κλητική | επιβάλλον | |||
| Κατηγορία όπως «μέλλον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- επιβάλλον < αρχαία ελληνική ἐπιβάλλον, μετοχή ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος ἐπιβάλλω ((σημασιολογικό δάνειο) γαλλική imposant)
Μεταφράσεις
επιβάλλον
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.