επανδρώνω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

επανδρώνω < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἐπανδρ(ῶ) (συνηρημένος τύπος του ἐπανδρόω) + -ώνω (σημασιολογικό δάνειο από την αγγλική man) [1]

Ρήμα

επανδρώνω, αόρ.: επάνδρωσα, παθ.φωνή: επανδρώνομαι, π.αόρ.: επανδρώθηκα, μτχ.π.π.: επανδρωμένος

Υπερώνυμα

Συγγενικά

 και δείτε τις λέξεις επί και άνδρας

Κλίση

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.