επαναξιολογημένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | επαναξιολογημένος | η | επαναξιολογημένη | το | επαναξιολογημένο |
| γενική | του | επαναξιολογημένου | της | επαναξιολογημένης | του | επαναξιολογημένου |
| αιτιατική | τον | επαναξιολογημένο | την | επαναξιολογημένη | το | επαναξιολογημένο |
| κλητική | επαναξιολογημένε | επαναξιολογημένη | επαναξιολογημένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | επαναξιολογημένοι | οι | επαναξιολογημένες | τα | επαναξιολογημένα |
| γενική | των | επαναξιολογημένων | των | επαναξιολογημένων | των | επαναξιολογημένων |
| αιτιατική | τους | επαναξιολογημένους | τις | επαναξιολογημένες | τα | επαναξιολογημένα |
| κλητική | επαναξιολογημένοι | επαναξιολογημένες | επαναξιολογημένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /e.pa.na.ksi.o.lo.ʝiˈme.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐πα‐να‐ξι‐ο‐λο‐γη‐μέ‐νος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.