ξανά

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ξανά < ἐξανά- ( < ἐξ + ἀνά) στην αρχή ρημάτων της αρχαίας ελληνικής όπως π.χ. το ἐξαναπληρόω-ῶ (αναπληρώνω εντελώς) και ἐξανευρίσκω (σκαρφίζομαι) που δήλωναν επανάληψη της διάθεσης του ρήματος. Με έκπτωση του αρχικού ε και αποχωρισμό του ξανα διαμορφώθηκε αυτοτελής πρόθεση που λόγω της χαλαρής σύνδεσής της με το ρήμα (βρίσκω ξανά, ξαναβρίσκω) κατέληξε επίρρημα

Προφορά

ΔΦΑ : /ksaˈna/

Επίρρημα

ξανά

  1. για μια ακόμη φορά, πάλι
  2. ως πρώτο συνθετικό σε πολλές λέξεις για να δείξει την επανάληψη, σε άλλες από τις οποίες έχει αντικαταστήσει το ἀνά ενώ σε άλλες αποτελεί νεολογισμό
  3. με το μανά δείχνει τη διαρκή επανάληψη, την κουραστική ή εκνευριστική (ξανά-μανά)

Σύνθετα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.