ξανά
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- ξανά < ἐξανά- ( < ἐξ + ἀνά) στην αρχή ρημάτων της αρχαίας ελληνικής όπως π.χ. το ἐξαναπληρόω-ῶ (αναπληρώνω εντελώς) και ἐξανευρίσκω (σκαρφίζομαι) που δήλωναν επανάληψη της διάθεσης του ρήματος. Με έκπτωση του αρχικού ε και αποχωρισμό του ξανα διαμορφώθηκε αυτοτελής πρόθεση που λόγω της χαλαρής σύνδεσής της με το ρήμα (βρίσκω ξανά, ξαναβρίσκω) κατέληξε επίρρημα
Προφορά
- ΔΦΑ : /ksaˈna/
Επίρρημα
ξανά
Σύνθετα
- ξαναπληρώνω (πληρώνω ξανά) αλλά αναπληρώνω (ξαναγεμίζω ένα κενό)
- ξαναγεννιέμαι και ξανανιώνω αλλά ανανεώνομαι
- ξαναφεύγω, ξαναπαίρνω, ξαναγυρίζω, ξαναφορμάρω
Μεταφράσεις
ξανά
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.