επίτιμος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | επίτιμος | η | επίτιμη | το | επίτιμο |
| γενική | του | επίτιμου | της | επίτιμης | του | επίτιμου |
| αιτιατική | τον | επίτιμο | την | επίτιμη | το | επίτιμο |
| κλητική | επίτιμε | επίτιμη | επίτιμο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | επίτιμοι | οι | επίτιμες | τα | επίτιμα |
| γενική | των | επίτιμων | των | επίτιμων | των | επίτιμων |
| αιτιατική | τους | επίτιμους | τις | επίτιμες | τα | επίτιμα |
| κλητική | επίτιμοι | επίτιμες | επίτιμα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- επίτιμος < αρχαία ελληνική ἐπίτιμος (σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική honoraire)
Επίθετο
επίτιμος -η -ο
- που έχει κάποιον τίτλο, ο οποίος του αποδόθηκε τιμητικά, αλλά όχι και τα αντίστοιχα καθήκοντα ή δικαιώματα
- η αναγόρευσή του σε επίτιμο διδάκτορα του συγκεκριμένου πανεπιστημίου σημαίνει ταυτόχρονα ότι αποκλείεται να διδάσκει εκεί
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.