επιθέσεις

Νέα ελληνικά (el)

Ρηματικός τύπος

επιθέσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος επιθέτω
  2. θα επιθέσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος επιθέτω

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

επιθέσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του επίθεση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.