σκοράρω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

σκοράρω < σκορ + -άρω < αγγλική score

Ρήμα

σκοράρω

  1. (αθλητισμός) πετυχαίνω πόντους ή γκολ σε (αντίστοιχο) άθλημα μεταβάλλοντας, έτσι, το σκορ
  2. (αργκό) (μεταφορικά) εκσπερματίζω σε ερωτική συνεύρεση

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.