σκοράρω
Νέα ελληνικά (el)
Ρήμα
σκοράρω
- (αθλητισμός) πετυχαίνω πόντους ή γκολ σε (αντίστοιχο) άθλημα μεταβάλλοντας, έτσι, το σκορ
- (αργκό) (μεταφορικά) εκσπερματίζω σε ερωτική συνεύρεση
Συγγενικά
- σκοράρισμα
- → δείτε τη λέξη σκορ
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.