επαργυρωμένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο επαργυρωμένος η επαργυρωμένη το επαργυρωμένο
      γενική του επαργυρωμένου της επαργυρωμένης του επαργυρωμένου
    αιτιατική τον επαργυρωμένο την επαργυρωμένη το επαργυρωμένο
     κλητική επαργυρωμένε επαργυρωμένη επαργυρωμένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι επαργυρωμένοι οι επαργυρωμένες τα επαργυρωμένα
      γενική των επαργυρωμένων των επαργυρωμένων των επαργυρωμένων
    αιτιατική τους επαργυρωμένους τις επαργυρωμένες τα επαργυρωμένα
     κλητική επαργυρωμένοι επαργυρωμένες επαργυρωμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

επαργυρωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου επαργυρώνω

Μετοχή

επαργυρωμένος, -η, -ο

 δείτε τη λέξη επαργυρώνω

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.