εξόφθαλμος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | εξόφθαλμος | η | εξόφθαλμη | το | εξόφθαλμο |
| γενική | του | εξόφθαλμου | της | εξόφθαλμης | του | εξόφθαλμου |
| αιτιατική | τον | εξόφθαλμο | την | εξόφθαλμη | το | εξόφθαλμο |
| κλητική | εξόφθαλμε | εξόφθαλμη | εξόφθαλμο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | εξόφθαλμοι | οι | εξόφθαλμες | τα | εξόφθαλμα |
| γενική | των | εξόφθαλμων | των | εξόφθαλμων | των | εξόφθαλμων |
| αιτιατική | τους | εξόφθαλμους | τις | εξόφθαλμες | τα | εξόφθαλμα |
| κλητική | εξόφθαλμοι | εξόφθαλμες | εξόφθαλμα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- εξόφθαλμος < αρχαία ελληνική ἐξόφθαλμος < ἐξ- + ὀφθαλμός
Επίθετο
εξόφθαλμος
- (ιατρική) που πάσχει από εξοφθαλμία
- (ιατρική) που έχει σχέση με την εξοφθαλμία ή την προκαλεί
- (μεταφορικά) φανερός, οφθαλμοφανής, ολοφάνερος
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη οφθαλμός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.