εξόφθαλμος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εξόφθαλμος η εξόφθαλμη το εξόφθαλμο
      γενική του εξόφθαλμου της εξόφθαλμης του εξόφθαλμου
    αιτιατική τον εξόφθαλμο την εξόφθαλμη το εξόφθαλμο
     κλητική εξόφθαλμε εξόφθαλμη εξόφθαλμο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εξόφθαλμοι οι εξόφθαλμες τα εξόφθαλμα
      γενική των εξόφθαλμων των εξόφθαλμων των εξόφθαλμων
    αιτιατική τους εξόφθαλμους τις εξόφθαλμες τα εξόφθαλμα
     κλητική εξόφθαλμοι εξόφθαλμες εξόφθαλμα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

εξόφθαλμος < αρχαία ελληνική ἐξόφθαλμος < ἐξ- + ὀφθαλμός

Επίθετο

εξόφθαλμος

  1. (ιατρική) που πάσχει από εξοφθαλμία
  2. (ιατρική) που έχει σχέση με την εξοφθαλμία ή την προκαλεί
  3. (μεταφορικά) φανερός, οφθαλμοφανής, ολοφάνερος

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.