εξωραϊσμένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εξωραϊσμένος η εξωραϊσμένη το εξωραϊσμένο
      γενική του εξωραϊσμένου της εξωραϊσμένης του εξωραϊσμένου
    αιτιατική τον εξωραϊσμένο την εξωραϊσμένη το εξωραϊσμένο
     κλητική εξωραϊσμένε εξωραϊσμένη εξωραϊσμένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εξωραϊσμένοι οι εξωραϊσμένες τα εξωραϊσμένα
      γενική των εξωραϊσμένων των εξωραϊσμένων των εξωραϊσμένων
    αιτιατική τους εξωραϊσμένους τις εξωραϊσμένες τα εξωραϊσμένα
     κλητική εξωραϊσμένοι εξωραϊσμένες εξωραϊσμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Μετοχή

εξωραϊσμένος, -η, -ο




Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.