εξωμοσία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | εξωμοσία | οι | εξωμοσίες |
| γενική | της | εξωμοσίας | των | εξωμοσιών |
| αιτιατική | την | εξωμοσία | τις | εξωμοσίες |
| κλητική | εξωμοσία | εξωμοσίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- εξωμοσία < αρχαία ελληνική ἐξωμοσία ((σημασιολογικό δάνειο) ιταλική rinnegazione[1])
Προφορά
- ΔΦΑ : /e.kso.moˈsi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐ξω‐μο‐σί‐α
Συγγενικά
- εξωμότης
- εξωμότισσα / εξωμότρια
- εξωμοτικός
- → δείτε τη λέξη ομνύω
- → δείτε τη λέξη αρχαία ελληνική έξόμνυμι
Μεταφράσεις
εξωμοσία
|
- εξωμοσία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.