ομνύω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ομνύω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ὀμνύω, μορφή του ὄμνυμι

Προφορά

ΔΦΑ : /oˈmni.o/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ομνύω

Ρήμα

ομνύω, αόρ.: ώμοσα, κυρίως στο ενεστωτικό θέμα (χωρίς παθητική φωνή)

  • (λόγιο, επίσημο) ορκίζομαι, παίρνω όρκο, δίνω όρκο, όρκο ιερό
    Ομνύω εις το όνομα της Aγίας και Ομοουσίου και Aδιαιρέτου Tριάδος να φυλάττω το Σύνταγμα και τους νόμους.
      Ομνύει κάθε τόσο ν’ αρχίσει πιο καλή ζωή.
    Αλλ’ όταν έλθ’ η νύχτα [] στην ίδια
    μοιραία χαρά, χαμένος, ξαναπηαίνει.
    Κωνσταντίνος Καβάφης, Ομνύει, στίχοι 1-2, 5-6

Κλίση

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.