ομνύω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- ομνύω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ὀμνύω, μορφή του ὄμνυμι
Προφορά
- ΔΦΑ : /oˈmni.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ο‐μνύ‐ω
Ρήμα
ομνύω, αόρ.: ώμοσα, κυρίως στο ενεστωτικό θέμα (χωρίς παθητική φωνή)
- (λόγιο, επίσημο) ορκίζομαι, παίρνω όρκο, δίνω όρκο, όρκο ιερό
- ↪ Ομνύω εις το όνομα της Aγίας και Ομοουσίου και Aδιαιρέτου Tριάδος να φυλάττω το Σύνταγμα και τους νόμους.
- ※ Ομνύει κάθε τόσο ν’ αρχίσει πιο καλή ζωή.
Αλλ’ όταν έλθ’ η νύχτα […] στην ίδια
μοιραία χαρά, χαμένος, ξαναπηαίνει.- Κωνσταντίνος Καβάφης, Ομνύει, στίχοι 1-2, 5-6
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | ομνύω | όμνυα | θα ομνύω | να ομνύω | ομνύοντας | |
| β' ενικ. | ομνύεις | όμνυες | θα ομνύεις | να ομνύεις | όμνυε | |
| γ' ενικ. | ομνύει | όμνυε | θα ομνύει | να ομνύει | ||
| α' πληθ. | ομνύουμε | ομνύαμε | θα ομνύουμε | να ομνύουμε | ||
| β' πληθ. | ομνύετε | ομνύατε | θα ομνύετε | να ομνύετε | ομνύετε | |
| γ' πληθ. | ομνύουν(ε) | όμνυαν ομνύαν(ε) |
θα ομνύουν(ε) | να ομνύουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | ώμοσα | θα ωμόσω | να ωμόσω | ωμόσει | ||
| β' ενικ. | ώμοσες | θα ωμόσεις | να ωμόσεις | ώμοσε | ||
| γ' ενικ. | ώμοσε | θα ωμόσει | να ωμόσει | |||
| α' πληθ. | ωμόσαμε | θα ωμόσουμε | να ωμόσουμε | |||
| β' πληθ. | ωμόσατε | θα ωμόσετε | να ωμόσετε | ωμόστε | ||
| γ' πληθ. | ώμοσαν ωμόσαν(ε) |
θα ωμόσουν(ε) | να ωμόσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω ωμόσει | είχα ωμόσει | θα έχω ωμόσει | να έχω ωμόσει | ||
| β' ενικ. | έχεις ωμόσει | είχες ωμόσει | θα έχεις ωμόσει | να έχεις ωμόσει | ||
| γ' ενικ. | έχει ωμόσει | είχε ωμόσει | θα έχει ωμόσει | να έχει ωμόσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε ωμόσει | είχαμε ωμόσει | θα έχουμε ωμόσει | να έχουμε ωμόσει | ||
| β' πληθ. | έχετε ωμόσει | είχατε ωμόσει | θα έχετε ωμόσει | να έχετε ωμόσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν ωμόσει | είχαν ωμόσει | θα έχουν ωμόσει | να έχουν ωμόσει |
| |
Μεταφράσεις
ομνύω
|
Πηγές
- ομνύω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.