εξωμότισσα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η εξωμότισσα οι εξωμότισσες
      γενική της εξωμότισσας των εξωμοτισσών
    αιτιατική την εξωμότισσα τις εξωμότισσες
     κλητική εξωμότισσα εξωμότισσες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

εξωμότισσα < εξωμότης + -ισσα

Ουσιαστικό

εξωμότισσα θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.