εξωμοτικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | εξωμοτικός | η | εξωμοτική | το | εξωμοτικό |
| γενική | του | εξωμοτικού | της | εξωμοτικής | του | εξωμοτικού |
| αιτιατική | τον | εξωμοτικό | την | εξωμοτική | το | εξωμοτικό |
| κλητική | εξωμοτικέ | εξωμοτική | εξωμοτικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | εξωμοτικοί | οι | εξωμοτικές | τα | εξωμοτικά |
| γενική | των | εξωμοτικών | των | εξωμοτικών | των | εξωμοτικών |
| αιτιατική | τους | εξωμοτικούς | τις | εξωμοτικές | τα | εξωμοτικά |
| κλητική | εξωμοτικοί | εξωμοτικές | εξωμοτικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- εξωμοτικός < εξωμότης + ῑκός
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη εξωμοσία
Μεταφράσεις
εξωμοτικός
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.