εξουσιοδοτήσεις
Νέα ελληνικά (el)
Ρηματικός τύπος
εξουσιοδοτήσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος εξουσιοδοτώ
- θα εξουσιοδοτήσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος εξουσιοδοτώ
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
εξουσιοδοτήσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του εξουσιοδότηση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.