εξουσιοδοτήσεις

Νέα ελληνικά (el)

Ρηματικός τύπος

εξουσιοδοτήσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος εξουσιοδοτώ
  2. θα εξουσιοδοτήσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος εξουσιοδοτώ

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

εξουσιοδοτήσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του εξουσιοδότηση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.