εξομολόγηση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | εξομολόγηση | οι | εξομολογήσεις |
| γενική | της | εξομολόγησης* | των | εξομολογήσεων |
| αιτιατική | την | εξομολόγηση | τις | εξομολογήσεις |
| κλητική | εξομολόγηση | εξομολογήσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, εξομολογήσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- εξομολόγηση < αρχαία ελληνική ἐξομολόγησις
Προφορά
- ΔΦΑ : /e.kso.moˈlo.ʝi.si/
Ουσιαστικό
εξομολόγηση θηλυκό
Μεταφράσεις
εξομολόγηση
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.