εξομολόγηση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η εξομολόγηση οι εξομολογήσεις
      γενική της εξομολόγησης* των εξομολογήσεων
    αιτιατική την εξομολόγηση τις εξομολογήσεις
     κλητική εξομολόγηση εξομολογήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, εξομολογήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

εξομολόγηση < αρχαία ελληνική ἐξομολόγησις

Προφορά

ΔΦΑ : /e.kso.moˈlo.ʝi.si/

Ουσιαστικό

εξομολόγηση θηλυκό

  1. η αποκάλυψη ενός μυστικού, η οποία γίνεται συνήθως με εμπιστευτικό τρόπο
  2. (θρησκεία) το μυστήριο κατα το οποίο ο πιστός αποκαλύπτει τις αμαρτίες του σε ένα ιερέα με σκοπό την άφεση

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.