εξομολογητικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | εξομολογητικός | η | εξομολογητική | το | εξομολογητικό |
| γενική | του | εξομολογητικού | της | εξομολογητικής | του | εξομολογητικού |
| αιτιατική | τον | εξομολογητικό | την | εξομολογητική | το | εξομολογητικό |
| κλητική | εξομολογητικέ | εξομολογητική | εξομολογητικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | εξομολογητικοί | οι | εξομολογητικές | τα | εξομολογητικά |
| γενική | των | εξομολογητικών | των | εξομολογητικών | των | εξομολογητικών |
| αιτιατική | τους | εξομολογητικούς | τις | εξομολογητικές | τα | εξομολογητικά |
| κλητική | εξομολογητικοί | εξομολογητικές | εξομολογητικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Επίθετο
εξομολογητικός
- (θρησκεία) που έχει σχέση με την εξομολόγηση ή αναφέρεται σ’ αυτή
- (ουσιαστικοποιημένο) εξομολογητική: (θρησκεία) μάθημα της θεολογικής σχολής που αγορά στο μυστήριο της εξομολογήσεως
Συγγενικά
- εξομολογητικά
- εξομολογητική
- → δείτε τη λέξη εξομολογώ
Μεταφράσεις
εξομολογητικός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.