εξομολογήσεις

Νέα ελληνικά (el)

Ρηματικός τύπος

εξομολογήσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος εξομολογώ
  2. θα εξομολογήσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος εξομολογώ

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

εξομολογήσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του εξομολόγηση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.