εξομολόγος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο εξομολόγος οι εξομολόγοι
      γενική του εξομολόγου των εξομολόγων
    αιτιατική τον εξομολόγο τους εξομολόγους
     κλητική εξομολόγε εξομολόγοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

εξομολόγος < από το ρήμα εξομολογώ + κατάληξη -λόγος

Ουσιαστικό

εξομολόγος αρσενικό

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.