εξομοίωση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | εξομοίωση | οι | εξομοιώσεις |
| γενική | της | εξομοίωσης* | των | εξομοιώσεων |
| αιτιατική | την | εξομοίωση | τις | εξομοιώσεις |
| κλητική | εξομοίωση | εξομοιώσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, εξομοιώσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- εξομοίωση < αρχαία ελληνική ἐξομοίωσις
Προφορά
- ΔΦΑ : /e.ksoˈmi.o.si/
Ουσιαστικό
εξομοίωση θηλυκό
- το να δέχεσαι ή να θεωρείς κάτι ίδιο με κάτι άλλο
- το να γίνεται ή να θεωρείται κάτι όμοιο με κάτι άλλο, να ανήκει στην ίδια κατηγορία
- (πληροφορική) αναπαράσταση με ηλεκτρονικό υπολογιστή ενός συστήματος ή φαινομένου
- ※ η εξομοίωση πτήσης είναι μία βιομηχανία δισεκατομμυρίων, και ένα αναπόσπαστο κομμάτι κάθε σχολής πιλότων [1]
- συνώνυμο : προσομοίωση
Συνώνυμα
Συγγενικά
Αναφορές
- Εικονική Πραγματικότητα: Παρελθόν, Παρόν, και Μέλλον. Πρόσβαση 2021-07-08.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.